Ριζοσπαστικός φόρος επιτηδεύματος
Posted in Διεθνή θέματα, Οικονομία, ΠολιτικήΙ. Αρχή του ελβετικού δικαίου είναι ότι η απλή διαφυγή φόρου συνιστά μόνον πταίσμα. Παρέχεται, σχετικώς, εξήγηση κοινωνικώς συμπαθής, μάλιστα δε και αποδίδουσα αίσθημα πραγματικότητας. Ότι, δηλαδή, ανθρώπινη αδυναμία παρωθεί στην διαφυγή αυτή, τους πάντες. Στην ειλικρινή αυτή διαπίστωση φωλιάζει, εν πολλοίς, (και) η ρίζα ανάδειξης της Ελβετίας σε παγκόσμιο τραπεζίτη. Ανάλογη υπήρξε (και) σ’ εμάς η κρατούσα γνώμη. Δέχεται (ενδεικτικώς) η Εφ. Αθηνών 240/1956 (Ποιν. Χρον., 250 επ.), ότι η απλή, δι’απάτης, μείωση των φόρων συνεπάγεται “τας υπό των ειδικών Νόμων επιβαλλομένας κυρώσεις, κυρίως, διοικητικάς”. Δεν πραγματώνει, επομένως, την ποινικώς αξιόλογη απάτη του άρθρ.386 Π.Κ., που τιμωρείται βαριά. Είναι χαρακτηριστικό ότι την επόμενη της πτώσης του δικτατορικού καθεστώτος (1967-1974) δια του ν.δ.81/74 καταργήθηκαν (όλες) οι περί φοροδιαφυγής αυστηρές ποινικές διατάξεις, τις οποίες είχε αυτό θεσπίσει. Η σπουδή δείχνει την εντονότατη κοινωνική πίεση, που επέφερε την κατάργηση.
Η αδιάστικτη κατ’άρθρ.4 § 4 του Συντάγματος επιταγή ότι άπαντες οι Έλληνες – κατά δύναμη έκαστος – συμμετέχουν, εξ ίσου, στα δημόσια βάρη, αναδεικνύει μία μοναδικότητα. Ότι, δηλαδή, αποτελεί την βαναυσώτερα παραβιαζόμενη καταστατική Αρχή απ’ αυτόν, τούτον τον Νομοθέτη (!!!). Πράγματι, όλες οι προβλέψεις για έξοδα παραστάσεων, για προνομιούχο φορολόγηση βουλευτικών αποζημιώσεων, για αφορολόγητα επιδόματα, παντός είδους, από του ανωτάτου άρχοντος μέχρι του εσχάτου λειτουργού, δυναμιτίζουν την αρχή της φορολογικής ισότητας. Οι, δήθεν, κατ’εξαίρεση φοροαπαλλαγές αποδίδουν κανόνα. Όλες οι κοινωνικές τάξεις που διαθέτουν ισχύ, συνδικαλιστικώς, επιβάλλουν αντίστοιχες φοροαπαλλαγές.
Επιβεβαιώνεται ό,τι παρατηρούσε ήδη την 21.12.27 ο Αντων. Ανδρέου Γαζής, δικηγόρος Αθηνών, αριστίδην Σύμβουλος Επικρατείας, κατά την έναρξη της λειτουργίας του Δικαστηρίου. Ότι, δηλαδή, …«… η ενδιάθετος αντίληψις, ότι πας πολίτης οφείλει να συμμετέχει εις τα βάρη του Δημοσίου…»… δεν απαντάται παρ’ ημίν.
Η επιλήψιμη φοροδιαφυγή αποτελεί πασίγνωστο παρακολούθημα κάθε συναλλαγής, από του οιουδήποτε τεχνίτη μέχρι του γνωστού τέως πρωθυπουργού, ο οποίος για να δικαιολογήσει φορολογικώς ό,τι το αναγκαίο προς απόκτηση της μονοκατοικίας που επιθυμούσε, ζήτησε (και) από υπουργούς του (!) βεβαιώσεις ότι τον δάνεισαν (!!!). Η ανάρρηση ήδη ενός των “δανειστών” στην κορυφή του κράτους εικονίζει την έκταση της ασυδοσίας.
Εκ των σκιαγραφηθέντων συνάγεται ότι ενενήντα και πλέον έτη μετά την νομοθετική συστηματικώς (υποτίθεται) εισαγωγή (το 1929), της άμεσης φορολογίας, η αντίστοιχη κοινωνική συνείδηση είναι μηδενική. Άρα σήμερα υπό συνθήκης ανέχειας, επομένως και περαιτέρω διάβρωσης, μόνη διέξοδο αποτελεί ό,τι ακολουθεί.
ΙΙ. Απαιτείται, συγκεκριμένα, για να αποδώσει ο φορολογικός μηχανισμός, προσγείωση στο εφικτό. Και εφικτό, αλλά (και) δοκιμασμένο, είναι η κατάργηση (ή για κάποια χρόνια αναστολή) της προοδευτικής εν γένει, κατά δήλωση, φορολογίας και η αντικατάσταση της από φορολογία κατ΄αποκοπήν, δηλαδή από τέλος επιτηδεύματος. Η σκέψη κινείται στην λογική των αντικειμενικών αξιών επί μεταβιβάσεων ακινήτων. Έτσι εκεί επήλθε κάθαρση, σε υπηρεσίες, πασιδήλως, εκτεταμένης διαφθοράς. Κατ΄αντιστοιχία οι πολίτες κατατάσσονται σε κατηγορίες. Αναλόγως καταβάλουν τέλος οικονομικής δράσης. Αυτό τους επιτρέπει, χωρίς άλλη επιβάρυνση, να επιδιώκουν την οικονομική τους ευδοκίμηση. Ν΄ανοίγουν δουλειές ν΄απασχολούν κόσμο. Το κράτος γνωρίζει τι εκ προοιμίου θα εισπράξει. Και το εισπράττει εύκολα και ανέξοδα. Οι πολυάνθρωποι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, αμφίβολης εντιμότητας και αποτελεσματικότητας, περισσεύουν.
ΙΙΙ. Επί τέλους παγκοσμίως η αποφορολόγηση παράγει πλούτο. Και του πλούτου αυτού έχει ανάγκη η Ελλάς, σήμερα, για να σωθεί. Έτσι ελκύονται (εδώ) τα ευρώ, όχι με αόριστες ρηματικές διακοινώσεις, αναγόμενες σε ακαθόριστο, ούτως δε ή άλλως μακρινό (πάντως) μέλλον.