Ύβρις ελληνική
Posted in Διεθνή θέματα, ΟικονομίαΙ. Το φαύλο κράτος οδήγησε στα σημερινά χάλια, αθροίζοντας ελλείμματα επί 1/3 και πλέον αιώνος (!). Αλλά το κράτος αυτό, είμαστε “εμείς”. Εμείς, λοιπόν, φέρουμε (και) την συνέπεια της ασωτείας. Όχι οι ξένοι, όπου (όμως) προσπαθούμε να την επιρρίψουμε.
ΙΙ. Από Μαΐου 2010 δεν αυτοχρηματοδοτούμαστε σ΄ευρώ. Άρα – οργανικά – είμαστε εκτός Ευρωζώνης. Διατηρούμαστε εκεί (τεχνικά) αποκλειστικά με τα βοηθήματα των “μνημονίων”. Οι πομπώδεις ανακοινώσεις για δημόσια προσφορά εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Κράτους αποτελούν φενάκη. Η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), παρέχει ρευστότητα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η τελευταία την διοχετεύει στις απαξιωμένες εμπορικές μας τράπεζες. Και, έτσι, αυτές αγοράζουν τα γραμμάτια. Τ΄αγοράζουν, δηλαδή, με χρήματα των ξένων (!!!).
Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας βοήθησαν ελπίζοντας ότι θ΄ανορθωθούμε. Επίσης για να μη γίνει η κρίση του χρέους μας διευρωπαϊκή.
Η ελπίδα έχει υποβαθμισθεί σ΄απελπισία. Διαρκώς ξεμακραίνουμε από Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία.
Η άρνηση πληρωμής, εξ άλλου, των ελληνικών ομολόγων κατέστησε αναξιόπιστο συνολικώς το ευρωχρέος, ιδίως δε των νοτίων (και) ελλειμματικών χωρών. Ιταλία και Ισπανία αγωνίζονται υπό τις αντίξοες συνθήκες που ιδρύουν τα απογειωμένα επιτόκια δανεισμού τους. Όλοι, ήδη, μετανοούν για την ελληνική παρασπονδία.
ΙΙΙ. Η συνειδητοποίηση του αδιεξόδου συνεγείρει σωβινισμό. Σοβαρό έντυπο σε έκδοση προ ημερών επιτάσσει: …«… Οι Ευρωπαίοι εταίροι αίρουν αμετάκλητα την απειλή εξόδου από το ευρώ, επιμηκύνουν την περίοδο προσαρμογής και μειώνουν αισθητά το χρέος …»… Η πραγματικότητα εξουθενώνει τις υποδείξεις. Η διάσπαρτη επιχειρηματολογία για το ανέφικτο οργανικής μας ένταξης στο ευρώ, αποτελεί περιεχόμενο διεθνούς ελευθεροτυπίας. Ουδείς δύναται να την θίξει. Εξ άλλου υπό τα ισχύοντα, περί το 2020, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα ισορροπήσει στο 120%. Άρα έτσι περί το 2025, ίσως, επανέλθουμε στις αγορές. Και μόνη η εκεί επιτυχής επάνοδος εμπράκτως σηματοδοτεί και λήξη της κρίσης. Κατά Maastricht το όριο ασφαλείας χρέους προς ΑΕΠ είναι – μόνον – 60%. Αν, ήδη, όμως, δοθεί παράταση η ένταξή μας στις αγορές, θ΄αναχθεί στο 2035 (και βλέπουμε).
Είναι, λοιπόν, αφελές να πιστεύεται ότι θα διατηρηθεί στην ευρωζώνη χώρα αποκεκλεισμένη των αγορών επί άλλα 25 και πλέον χρόνια (!!!). Ακόμη, η παράταση, καθ΄εαυτήν, όπως και η μείωση του χρέους έχουν κόστος δεκάδων δισ. ευρώ. Η μικρή και συνεπής Φινλανδία δεν επιθυμεί να το συνεπωμισθεί. Ουδείς δύναται να την υποχρεώσει. Ενώ το αυτό ισχύει και για Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Αυστρία. Ακόμη: Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, που δανείζονται με 6-7% δεν παρατείνουν ελληνικές πιστώσεις έντοκες προς 3-4%.
Σωβινιστικές, λοιπόν, επιδιώξεις, ως οι άνω, επιβεβαιώνουν αδυναμία συνύπαρξής μας στην ευρωζώνη.
IV. Το τριμερές σχήμα δεν επιταχύνει. Κινείται ασθμαίνοντας. Δεν είναι, κυρίως, η πολιτική διαφορετικότητα των μετεχόντων. Είναι, όμως, η εχθρότητα του κράτους και δη των υπεραρίθμων λειτουργών.
Όλοι αυτοί (και όχι μόνον) έχουν παραδοθεί στον Σύριζα. Αδιαφορούν για την εξανέμιση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας. Αφελώς θεωρούν ότι θα συνεχίσουν να εισπράττουν – ισάξια – μηνιάτικα, έστω και σε δραχμές (!!!). Δεν θυσιάζουν το λαβείν τους για τα ευρώ των άλλων. Ουδείς αποδέχεται εαυτόν υπεράριθμο. Ουδείς, συνεπώς, συμφωνεί να παραμερισθεί. Συνολικά ο δημόσιος τομέας αντιδρά σε ό,τι, ορθολογικά, συνιστά εκσυγχρονισμό. Ουδείς – πράγματι – θέλει να μεταβληθεί οτιδήποτε.
Όλοι ως σωτήρα περιμένουν εκείνον που προς όλους υπόσχεται τα πάντα. Περιμένουν το γνήσιο πνευματικό τέκνο του Ανδρέα Παπανδρέου. Περιμένουν: τον κύριο Αλέξη Τσίπρα (!!!).
V. ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ θα προσπαθήσουν να επιβάλουν στην Ελλάδα ό,τι η ιδεολογία τους ανεπιτυχώς επιδίωξε παγκοσμίως. Θα ξαναποτύχουν, ασφαλώς. Αλλ΄η επιχείρηση θα είναι οδυνηρή.
Μετά, βεβαίως, και αυτήν την περιπέτεια οι μετρητές θα έχουν γυρίσει στο μηδέν. Και τότε, λογικά, θα συνειδητοποιηθεί, καθολικώς, ότι απαιτούνται βαριές θυσίες πριν αρχίσει (αν είναι, τότε, δυνατόν, ακόμη να ξαναρχίσει) η ανάκαμψη.
Τότε, όσοι έχουν απομείνει θα σκέπτονται: Στερνή μου γνώση να σ΄είχα πρώτα. Είθε να μην είναι πάρα πολύ αργά.